- προσεπιτερπομαι
- προσεπιτέρπομαιπροσ-επιτέρπομαιприходить в восхищение, наслаждаться Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσεπιτέρπομαι — Α διασκεδάζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτέρπομαι «διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
προσεπιτέρπεται — προσεπιτέρπομαι rejoice in besides pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)